αχαμνός

αχαμνός
-ή, -ό (Μ ἀχαμνός, -ή, -όν)
1. πλαδαρός, μαλακός
2. χαλαρός
3. ασθενικός, αδύνατος
4. αδύνατος, ισχνός
5. άρρωστος
6. βλαβερός
7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός
νεοελλ.
Ι. φρ. «το αχαμνό μέρος» — γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία
II. το ουδ. ως ουσ.
1. ατύχημα, κακό
2. πληθ. α) οι όρχεις
β) η βουβωνική χώρα
III. (το ουδ. ως επίρρ.) αχαμνά
1. χωρίς ένταση, ασθενικά
2. χαλαρά
3. φρ. «είμαι...» ή «βρίσκομαι αχαμνά» — είμαι άρρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθεματικό) +χαμνός < χαυνός < χαύνος «πλαδαρός, μαλακός». Για την τροπή του συμπλέγματος -υν- (λίγο) (=βν) σε -μν- πρβλ. ελαύνω-λάμνω, εύνοστος-έμνοστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχαμνός — ή, ό επίρρ. ά ισχνός, λιπόσαρκος, άπαχος: Εκείνη τη χρονιά τα ζώα τους ήταν πολύ αχαμνά. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αχαμνά τα αρχίδια: Του δωσε κλοτσιά στ αχαμνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχαμνίζω — (Μ ἀχαμνίζω) [αχαμνός] 1. κάνω κάποιον αχαμνό, τον εξασθενίζω 2. χαλαρώνω 3. απολύω, αφήνω ελεύθερο 4. γίνομαι αχαμνός, αδυνατίζω …   Dictionary of Greek

  • αδυνατίζω — (Μ ἀδυνατίζω) 1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω 2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ 3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω («οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν») 4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ μσν. είμαι …   Dictionary of Greek

  • αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… …   Dictionary of Greek

  • αλιπής — (I) ἀλιπής, ές (Α) [λίπος] 1. αυτός που δεν έχει λίπος, ισχνός, αχαμνός, άπαχος 2. (για καλλυντικά) αυτός που δεν περιέχει λιπαρές ουσίες. (II) ἀλιπής, ές (Α) συνεχής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος, αέναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιπής < ἔλιπον,… …   Dictionary of Greek

  • ανεμόσαρκος — η, ο άσαρκος, ισχνός, αχαμνός …   Dictionary of Greek

  • αχάμνια — και αχαμνιά, η [αχαμνός] ατονία, αδυναμία …   Dictionary of Greek

  • αχαμνάδα — η [αχαμνός] 1. σωματική αδυναμία 2. αραιότητα, μαλακότητα …   Dictionary of Greek

  • αχαμναίνω — 1. γίνομαι αχαμνός, αδυνατίζω 2. κάνω κάποιον αχαμνό, τον εξασθενίζω …   Dictionary of Greek

  • αχαμνοσύνη — η (Μ ἀχαμνοσύνη) [αχαμνός] αδυναμία, ατονία μσν. 1. εξασθένηση 2. έλλειψη ανδρείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”